- παρανύσσω
- και αττ. τ. παρανύττω Α1. κεντώ στα πλάγια2. μτφ. ερεθίζω, ενοχλώ κάποιον κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + νύσσω «τρυπώ, χτυπώ». Το ρ. με αρχική σημ. «τρυπώ, πλήττω με αιχμηρό αντικείμενο» χρησιμοποιήθηκε αργότερα μτφ. με σημ. «ερεθίζω, διεγείρω τα συναισθήματα κάποιου»].
Dictionary of Greek. 2013.